- απαράδεκτος
- κ. -χτος, -η, -ο (Α ἀπαράδεκτος, -ον)εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να παραδεχθεί, ο οποίος απορρίπτεταινεοελλ.το ουδ. ως ουσ.1. «το απαράδεκτο των ενεργειών του» — η έλλειψη βάσης για να γίνουν αποδεκτές οι ενέργειες2. μία από τις μορφές ελαττωματικότητας των διαδικαστικών πράξεων, επειδή δεν τηρήθηκε κάποιος δικονομικός κανόνας, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται το δικαστήριο να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσηςαρχ.ο ανεπίδεκτος*.
Dictionary of Greek. 2013.